- μεγεθοποιός
- μεγεθο-ποιός, όν,A productive of sublimity,
ῥυθμοί Longin.39.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥυθμοί Longin.39.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγεθοποιός — μεγεθοποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι μεγάλο, που μεγεθύνει κάτι ως προς τις διαστάσεις του ή που προσδίδει μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, ύψος [«εὐγενέστατοι δ οὗτοι καὶ μεγεθοποιοὶ (ενν. οι δακτυλικοί ρυθμοί)» Λογγίν.]. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγεθος +… … Dictionary of Greek
μεγεθοποιοί — μεγεθοποιός productive of sublimity masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
μεγεθοποιώ — μεγεθοποιῶ, έω (Α) [μεγεθοποιός] 1. κάνω κάτι μεγάλο, αυξάνω, μεγαλώνω 2. (για τον λόγο) προσδίδω ύψος, μεγαλείο, επιβλητικότητα («ἐν δὲ τοῑς μάλιστα μεγεθοποιεῑ τὰ λεγόμενα, καθάπερ τὰ σώματα, ἡ τῶν μελῶν ἐπισύνθεσις», Λογγίν.) … Dictionary of Greek